μεθαυριανός

μεθαυριανός
η , ό[ν] послезавтрашний

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεθαυριανός" в других словарях:

  • μεθαυριανός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθεπόμενη ημέρα ή που πρόκειται να γίνει ή να υπάρξει τη μεθεπόμενη μέρα («ο μεθαυριανός καιρός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθαύριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μεθαυριανός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μεθεπόμενη μέρα: Θα τα πούμε στη μεθαυριανή συγκέντρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»